- κορωνιστης
- κορωνιστής-οῦ ὅ фокусник с ручной вороной Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορωνιστής — κορωνιστής, ὁ (Α) 1. αυτός που περιφερόταν στους δρόμους με το πτηνό κορώνη, τραγουδώντας επαιτικά άσματα 2. στον πληθ. οἱ κορωνισταί τίτλος έργου τού Αγνοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω «μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές κρατώντας το πτηνό … Dictionary of Greek